Το σωματείο μας, η Αδελφότητα των Τηνίων [εν Αθήναις], ιδρύθηκε το 1876 και η λειτουργία του εγκρίθηκε με το ΒΔ της 8.2. 1877. Βασικός του σκοπός η ηθική και υλική βελτίωση των Τηνίων· στόχος φιλόδοξος, αλλά ταυτόχρονα αρκετά ασαφής και συγκεχυμένος. Παρά ταύτα, όμως, επιχειρήθηκαν συγκεκριμένες δράσεις και προς τις δύο κατευθύνσεις. Για την πρώτη μέσω της ίδρυσης σχολείων και για τη δεύτερη με την ενθάρρυνση παραγωγικών δράσεων (ανάπτυξη σηροτροφίας, οινοποιίας, χειροτεχνίας κλπ). Οι βασικοί αυτοί στόχοι, μέσα από επανειλημμένες καταστατικές αλλαγές,
τροποποιήθηκαν κατά καιρούς, ώστε να ανταποκριθούν στις εκάστοτε ανάγκες. Θα άξιζε μάλιστα τον κόπο, αν η ιστορική έρευνα κατόρθωνε να επισημάνει τις αλλαγές αυτές και να ιχνηλατήσει τις αντίστοιχες κοινωνικές πραγματικότητες και συγκυρίες στις οποίες
απαντούσαν. Όπως, όμως, και αν έχουν στις λεπτομέρειές τους τα πράγματα, η Αδελφότητα πολύ νωρίς στράφηκε στα μείζονα προβλήματα του νησιού μας, ζωτικά προβλήματα δηλαδή οικονομικής ανάπτυξης, μια προσπάθεια που εξακολούθησε αμείωτη έως και τις αρχές τις δεκαετίας του 1950, όταν το σωματείο μας ενεπλάκη αποφασιστικά στην επέκταση του οδικού δικτύου του τόπο μας.
Από την ίδρυση της συγκέντρωσε στους κόλπους της τα πλέον δυναμικά στοιχεία της τηνιακής παροικίας της Αθήνας. Ο κατάλογος μόνον των πρώτων Προέδρων (Α. Δαμασκηνός,Νικηφόρος Λύτρας, Γεώργιος Δρόσος, κ.ά.) είναι ενδεικτικός. Η Αδελφότητα δεν ήταν απλά το πρώτο τηνιακό σωματείο και ένα από τα πρώτα σωματεία της νέας Ελλάδας· ήταν και ένα από τα πλέον δυναμικά. Δεν είχε περάσει μια 8ετία από την ίδρυσή της και ενεπλάκη δυναμικά στο μείζον τότε πρόβλημα της Τήνου, στην κατασκευή ασφαλούς λιμανιού. Με τις προσπάθειές της και ειδικότερα την προσωπική συμβολή του τότε Προέδρου της Γεωργίου Δρόσου τα όνειρα πήραν σάρκα και οστά. Παράλληλα, και προοδευτικά, άρχισε να στρέφει το ενδιαφέρον της σε έργα πολιτισμού, ένα ενδιαφέρον που κορυφώθηκε στα 1930 με την ίδρυση του Μουσείου Τηνίων Καλλιτεχνών,
Mια δράση πρωτοποριακή όχι μόνο σε ελλαδικό αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο. Σε μια εποχή οικονομικής κρίσης οι συμπατριώτες μας εκείνοι που διηύθυναν τα πράγματα της Αδελφότητας κατανόησαν το βάρος του πολιτιστικού παρελθόντος του τόπου και
έσπευσαν να ιδρύσουν ένα ναό της νεοελληνικής τέχνης δίπλα στο Παλλάδιο της Θεοτόκου. Σήμερα κάτι τέτοιο φαίνεται ευνόητο. Τότε όμως δεν ήταν ούτε ευνόητο ούτε αυτονόητο. Απαιτούσε μεγάλη ευαισθησία και υψηλό επίπεδο πολιτισμού. Το Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών ακολούθησαν άλλες δράσεις πολιτισμού, όπως η συμβολή της στην ίδρυση του προπαρασκευαστικού Σχολείου Καλών Τεχνών Πανόρμου (1955) και στη μετατροπή του σπιτιού του Γιαννούλη Χαλεπά σε μουσείο (1971).
Σήμερα, όμως, οι καιροί έχουν αλλάξει. Το κράτος έχει αναλάβει σε επαρκή βαθμό τις καταστατικές του υποχρεώσεις τόσο για την υλική όσο και για την ηθική (πνευματική) προαγωγή της χώρας και των πολιτών της. Ο τόπος μας δεν έχει πλέον ανάγκη από εξωραϊστικά ή άλλα έργα για τα οποία η πολιτεία αδιαφορούσε και η τοπική αυτοδιοίκηση αδυνατούσε να πραγματοποιήσει. Παραμένουν, βέβαια, προβλήματα· προβλήματα, όμως, διαφορετικής χροιάς. Και ανάμεσά τους ο πολιτισμός και το περιβάλλον. Απέναντι στα νέα αυτά προβλήματα η Αδελφότητά μας είναι υποχρεωμένη να τοποθετηθεί. Και επειδή και οι δύο αυτοί τομείς είναι εξαιρέτως ευρείς, θα προσπαθήσουμε να γίνουμε σαφέστεροι.
Όταν μιλάμε για περιβάλλον δεν εννοούμε μόνον το φυσικό, το οποίο αναμφιβόλως βρίσκεται σε οριακό σημείο, αλλά και το ευρύτερα πολιτιστικό (δομημένος χώρος, αρχιτεκτονική κληρονομιά, περιοχές φυσικού κάλλους, κλπ). Το δεύτερο βρίσκεται και
αυτό σε κρίσιμο σημείο, μιας και αφενός η απληστία στην εκμετάλλευση της γης και των φυσικών πόρων και αφετέρου η έλλειψη ευαισθησίας και σεβασμού απέναντι στα μνημεία του παρελθόντος έχουν δημιουργήσει κατάσταση «έκτακτης ανάγκης».
Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να αγωνιστούμε για την παραπέρα αναβάθμιση του πολιτιστικού επιπέδου του τόπου μας. Οι Κυκλάδες και η Τήνος ειδικότερα έχουν ένα ούτως ή άλλως υψηλό πολιτικό επίπεδο σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα. Όμως αυτό δε φτάνει. Έχουμε ανάγκη για παραπέρα βελτίωση. Και εδώ η Αδελφότητα μπορεί να προσφέρει τη δική της συμβολή με την ενθάρρυνση και υποστήριξη κάθε δημιουργικής δράσης. Και ήδη έχει καταθέσει τις πρώτες της μαρτυρίες (δικές της εκδόσεις, υποστήριξη εκδόσεων, καλλιτεχνικών εκθέσεων και επιστημονικών συναντήσεων).
Είναι αλήθεια ότι έχουν γίνει πολλά. Εμείς, όμως, δεν τα μετράμε. Μετράμε εκείνα που θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει. Και αυτός είναι ο πήχης που έχουμε μπροστά μας
τροποποιήθηκαν κατά καιρούς, ώστε να ανταποκριθούν στις εκάστοτε ανάγκες. Θα άξιζε μάλιστα τον κόπο, αν η ιστορική έρευνα κατόρθωνε να επισημάνει τις αλλαγές αυτές και να ιχνηλατήσει τις αντίστοιχες κοινωνικές πραγματικότητες και συγκυρίες στις οποίες
απαντούσαν. Όπως, όμως, και αν έχουν στις λεπτομέρειές τους τα πράγματα, η Αδελφότητα πολύ νωρίς στράφηκε στα μείζονα προβλήματα του νησιού μας, ζωτικά προβλήματα δηλαδή οικονομικής ανάπτυξης, μια προσπάθεια που εξακολούθησε αμείωτη έως και τις αρχές τις δεκαετίας του 1950, όταν το σωματείο μας ενεπλάκη αποφασιστικά στην επέκταση του οδικού δικτύου του τόπο μας.
Από την ίδρυση της συγκέντρωσε στους κόλπους της τα πλέον δυναμικά στοιχεία της τηνιακής παροικίας της Αθήνας. Ο κατάλογος μόνον των πρώτων Προέδρων (Α. Δαμασκηνός,Νικηφόρος Λύτρας, Γεώργιος Δρόσος, κ.ά.) είναι ενδεικτικός. Η Αδελφότητα δεν ήταν απλά το πρώτο τηνιακό σωματείο και ένα από τα πρώτα σωματεία της νέας Ελλάδας· ήταν και ένα από τα πλέον δυναμικά. Δεν είχε περάσει μια 8ετία από την ίδρυσή της και ενεπλάκη δυναμικά στο μείζον τότε πρόβλημα της Τήνου, στην κατασκευή ασφαλούς λιμανιού. Με τις προσπάθειές της και ειδικότερα την προσωπική συμβολή του τότε Προέδρου της Γεωργίου Δρόσου τα όνειρα πήραν σάρκα και οστά. Παράλληλα, και προοδευτικά, άρχισε να στρέφει το ενδιαφέρον της σε έργα πολιτισμού, ένα ενδιαφέρον που κορυφώθηκε στα 1930 με την ίδρυση του Μουσείου Τηνίων Καλλιτεχνών,
Mια δράση πρωτοποριακή όχι μόνο σε ελλαδικό αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο. Σε μια εποχή οικονομικής κρίσης οι συμπατριώτες μας εκείνοι που διηύθυναν τα πράγματα της Αδελφότητας κατανόησαν το βάρος του πολιτιστικού παρελθόντος του τόπου και
έσπευσαν να ιδρύσουν ένα ναό της νεοελληνικής τέχνης δίπλα στο Παλλάδιο της Θεοτόκου. Σήμερα κάτι τέτοιο φαίνεται ευνόητο. Τότε όμως δεν ήταν ούτε ευνόητο ούτε αυτονόητο. Απαιτούσε μεγάλη ευαισθησία και υψηλό επίπεδο πολιτισμού. Το Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών ακολούθησαν άλλες δράσεις πολιτισμού, όπως η συμβολή της στην ίδρυση του προπαρασκευαστικού Σχολείου Καλών Τεχνών Πανόρμου (1955) και στη μετατροπή του σπιτιού του Γιαννούλη Χαλεπά σε μουσείο (1971).
Σήμερα, όμως, οι καιροί έχουν αλλάξει. Το κράτος έχει αναλάβει σε επαρκή βαθμό τις καταστατικές του υποχρεώσεις τόσο για την υλική όσο και για την ηθική (πνευματική) προαγωγή της χώρας και των πολιτών της. Ο τόπος μας δεν έχει πλέον ανάγκη από εξωραϊστικά ή άλλα έργα για τα οποία η πολιτεία αδιαφορούσε και η τοπική αυτοδιοίκηση αδυνατούσε να πραγματοποιήσει. Παραμένουν, βέβαια, προβλήματα· προβλήματα, όμως, διαφορετικής χροιάς. Και ανάμεσά τους ο πολιτισμός και το περιβάλλον. Απέναντι στα νέα αυτά προβλήματα η Αδελφότητά μας είναι υποχρεωμένη να τοποθετηθεί. Και επειδή και οι δύο αυτοί τομείς είναι εξαιρέτως ευρείς, θα προσπαθήσουμε να γίνουμε σαφέστεροι.
Όταν μιλάμε για περιβάλλον δεν εννοούμε μόνον το φυσικό, το οποίο αναμφιβόλως βρίσκεται σε οριακό σημείο, αλλά και το ευρύτερα πολιτιστικό (δομημένος χώρος, αρχιτεκτονική κληρονομιά, περιοχές φυσικού κάλλους, κλπ). Το δεύτερο βρίσκεται και
αυτό σε κρίσιμο σημείο, μιας και αφενός η απληστία στην εκμετάλλευση της γης και των φυσικών πόρων και αφετέρου η έλλειψη ευαισθησίας και σεβασμού απέναντι στα μνημεία του παρελθόντος έχουν δημιουργήσει κατάσταση «έκτακτης ανάγκης».
Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να αγωνιστούμε για την παραπέρα αναβάθμιση του πολιτιστικού επιπέδου του τόπου μας. Οι Κυκλάδες και η Τήνος ειδικότερα έχουν ένα ούτως ή άλλως υψηλό πολιτικό επίπεδο σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα. Όμως αυτό δε φτάνει. Έχουμε ανάγκη για παραπέρα βελτίωση. Και εδώ η Αδελφότητα μπορεί να προσφέρει τη δική της συμβολή με την ενθάρρυνση και υποστήριξη κάθε δημιουργικής δράσης. Και ήδη έχει καταθέσει τις πρώτες της μαρτυρίες (δικές της εκδόσεις, υποστήριξη εκδόσεων, καλλιτεχνικών εκθέσεων και επιστημονικών συναντήσεων).
Είναι αλήθεια ότι έχουν γίνει πολλά. Εμείς, όμως, δεν τα μετράμε. Μετράμε εκείνα που θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει. Και αυτός είναι ο πήχης που έχουμε μπροστά μας